- ιπτάμενος
- -η, -οαυτός που πετάει: Ιπτάμενοι δίσκοι. – Ιπτάμενο φρούριο
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἱπτάμενος — πέτομαι fly pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπτάμενος σκίουρος — Μαρσιποφόρο θηλαστικό της οικογένειας των πεταυριδών της τάξης των διπρωτοδοντίων. Ονομάζεται και πέταυρος (petaurus). Είναι γνήσιο δενδρόβιο και νυκτόβιο ζώο, ενώ ξεχωρίζει από τα πόδια του, που έχουν και τα τέσσερα το ίδιο περίπου μήκος και από … Dictionary of Greek
δράκων ο ιπτάμενος — (drago volans). Επιστημονική ονομασία ερπετού της οικογένειας των αγαμιδών, της τάξης των λεπιδωτών. Έχει μήκος που ξεπερνά τα 20 εκ., από τα οποία 12 εκ. καταλαμβάνει η ουρά. Το σώμα του καλύπτεται από τροπιδωτές φολίδες. Η επάνω επιφάνεια έχει… … Dictionary of Greek
Ιχθύς, Ιπτάμενος — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αφανής στην Ελλάδα. Βρίσκεται ανάμεσα στη Δοράδα, στην Τράπεζα, στον Χαμαιλέοντα, στην Τρόπιδα και στον Οκρίβαντα. Διεθνώς ονομάζεται Volans και συμβολίζεται Vol … Dictionary of Greek
σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… … Dictionary of Greek
χελιδονόψαρο — (exocoetus volitans εξώκοιτος ο ιπτάμενος). Τελεόστεος ιχθύς της οικογένειας των εξωκοιτιδών, της τάξης των σκομβρεσοκιμόρφων, διαδεδομένο κυρίως στις θερμές θάλασσες, αλλά κάποτε και στις εύκρατες. Έχει μέσο μήκος 25 εκ. Το χαρακτηριστικό του,… … Dictionary of Greek
φλάινγκ — (flying = ιπτάμενος). Όρος που χρησιμοποιείται στην ιστιοπλοΐα για τον καθορισμό δύο τύπων σκαφών. Το πρώτο, το φ. ντάτσμαν (= ιπτάμενος Ολλανδός), κατασκευάζεται από ξύλο ή πλαστική ύλη. Έχει συνολικό μήκος 6,06 μ., πλάτος 1,70 μ. και ζυγίζει… … Dictionary of Greek
-άμενος — Γλωσσ. κατάληξη μεσοπαθητικών μετοχών τής νέας Ελληνικής. Οι μετοχές σε άμενος τής νέας Ελληνικής αποτελούν αναλογικούς σχηματισμούς κατά το πρότυπο μεταγενέστερων τύπων μετοχής (παράβαλε τύπο μετοχής γενάμενος < μεταγενέστερο τύπο αορίστου… … Dictionary of Greek
ίπταμαι — (ΑΜ ἵπταμαι) (μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ νεοελλ. 1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, η, ο μέλος τού προσωπικού τής πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek